Ο καθηγητής Curtis Runnels δώρισε πρόσφατα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη ένα χειρόγραφο (MSS 891), που περιέχει μια νομική συλλογή και τοποθετείται χρονολογικά μεταξύ του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα και των αρχών του 18ου αιώνα. Η συλλογή είναι μία εκδοχή του γνωστού Νομοκάνονα του Μανουήλ Μαλαξού και έρχεται να προστεθεί στην ενδιαφέρουσα ομάδα από όμοια κείμενα που περιλαμβάνει η συλλογή χειρογράφων της Γενναδείου.

Ο Μαλαξός, ο οποίος είχε εκλεγεί νοτάριος για τη μητρόπολη της Θήβας, προετοίμασε τη συλλογή αυτή με σκοπό να βοηθήσει τον επίσκοπό του και ευρύτερα τους ελληνορθόδοξους κληρικούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην απόδοση δικαιοσύνης στο ποίμνιό τους. Καθώς η οθωμανική διοίκηση αναγνώριζε το δικαίωμα στον ορθόδοξο Πατριάρχη να δικάζει υποθέσεις οικογενειακού δικαίου σύμφωνα με τους χριστιανικούς νόμους, το πεδίο αυτό έγινε χώρος περιορισμένης ελευθερίας στη διαχείριση της ζωής των χριστιανικών πληθυσμών μακριά από την ανάμειξη των οθωμανικών αρχών. Με τον καιρό, σιωπηρά, η δικαιοδοσία επεκτάθηκε και σε άλλα πεδία της ζωής των χριστιανών υπηκόων της αυτοκρατορίας. Το υλικό πάνω στο οποίο στηριζόταν το δίκαιο αυτό, διάσπαρτο σε εκκλησιαστικούς κανόνες συνόδων και νόμους βυζαντινών αυτοκρατόρων, ερμηνείες νομικών και αποφάσεις πατριαρχών, παρουσίαζε δυσκολίες στη χρήση του. Για αυτό κατά καιρούς επιδιωκόταν η συλλογή τέτοιων κειμένων για διευκόλυνση των επισκόπων.

                                                                    

Ο Μαλαξός το 1561 συγκέντρωσε στη συλλογή του ένα πάρα πολύ μεγάλο μέρος αυτού του υλικού στην πρωτότυπη γλώσσα. Το 1562 ‘μετέφρασε’ τα κείμενα στην ομιλούμενη, με αποτέλεσμα η συλλογή του να γνωρίσει μεγάλη διάδοση. Το κείμενο σώζεται σε πάνω από 300 χειρόγραφα. Η διάδοση δεν έγινε όμως με απλή αντιγραφή, αλλά με δημιουργική πολλές φορές ανάπλαση του κειμένου, ώστε δύσκολα να βρίσκονται περισσότερα από δύο ίδια χειρόγραφα. Οι διαφοροποιήσεις των χειρογράφων μεταξύ τους είναι πολλές φορές σημαντικές για την κατανόηση των αναγκών των κοινοτήτων, των νοοτροπιών, των προβλημάτων και των επιδιώξεων των εκκλησιαστικών αρχών.

Το χειρόγραφο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης περιέχει μια πολύ πλούσια σε ύλη εκδοχή του κειμένου. Αποτελείται από 576 κεφάλαια και μοιάζει στις επιλογές, τη σειρά, τη γλώσσα και τη δομή του κειμένου να βρίσκεται κοντά στο χειρόγραφο, το περιεχόμενου του οποίου δημοσίευσε το 1881 ο Zachariӓ von Lingenthal.

Το χειρόγραφο της Γενναδείου επιπλέον φαίνεται να έχει μια συνεχή χρήση τουλάχιστον από τα τέλη του 17ου/ αρχές του 18ου αιώνα (όπως δείχνουν κάποιες σημειώσεις και οι χαριτωμένες maniculae στα περιθώρια) ως και τον 19ο. Η χρήση του σχετίζεται με το νησί της Κεφαλονιάς, όπου οι κληρικοί Ζήσιμος Καντηλιότης, Αναστάσιος και Ευστάθιος Ραζής, ο τελευταίος και αρχιερατικός επίτροπος, το χρησιμοποίησαν τουλάχιστον ως τις αρχές του 19ου αιώνα.

Από τον τελευταίο προέρχεται και μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια. Πρόκειται για μια ενθύμηση γραμμένη ανάποδα στο τελευταίο φύλλο του χειρογράφου. Στη σημείωση αυτή ο Κεφαλλονίτης κληρικός απελπισμένος περιγράφει τα δυσάρεστα αισθήματα που του προξένησε η εξέγερση του 1801 στο νησί, αλλά και τις δυσοίωνες προβλέψεις του για το μέλλον. Η γλώσσα του απλή και ζωηρή γίνεται μάρτυρας της κατανόησης των γεγονότων από έναν σύγχρονό τους αξιωματούχο κληρικό: 

«Εις του<ς >χι<λι>ους οκτακοσους ενας 1801 εμινανε στονιση με διχος ανφεντης χρονους τρης και ηνε εος στησιμερον και ηνε μεγαλες σακαταστασιες και ηνε ετημων στονισι να χαλασι από τη ρεμπελεοσηνη όταν εχη οπου ο θεος να φερη και στεργο στο ογλιγοτερον. Εν μινη ογουστου 31 εγραψα δια ενθιμησιν τον μεταγενεστερον. Ευσταθιος ιερευς ο Ραζις και αρχιρατηκος επιτροπος».