Ιστορία της Ελληνικής Τυπογραφίας

Ιωάννης Γεννάδιος, ο Έλληνας συλλέκτης

Θεματικά, η συλλογή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης αντικατοπτρίζει τα ενδιαφέροντα του ιδρυτή της και κτίστηκε πάνω σε δύο πυρήνες: τον ελληνισμό και την ιστορία.

Παράλληλα, ο παθιασμένος συλλέκτης Ιωάννης Γεννάδιος ενδιαφέρεται για το βιβλίο ως σπάνιο αντικείμενο, για περίτεχνες βιβλιοδεσίες, για χειρόγραφα και αρχέτυπα, για σπάνιες και πρώτες εκδόσεις αλλά και για έργα τέχνης.

Τα 116 λευκώματά του (scrapbooks) αντανακλούν το πνεύμα του συλλεκτισμού της εποχής του και είναι πλούσια σε  πληροφορίες για την ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Οι κατάλογοι που ο ίδιος συνέταξε για την συλλογή του καθώς και τα ίδια τα βιβλία στα οποία επισυνάπτει αποκόμματα από εφημερίδες, καταλόγους δημοπρασιών και αυτόγραφα σημειώματα, είναι βιβλιογραφική και ιστορική πηγή για τον σημερινό ερευνητή.

Ο  συλλεκτισμός του Ιωάννη Γεννάδιου είναι εστιασμένος στην ιστορία του Ελληνισμού και στο ελληνικό βιβλίο, κάτι που γίνεται εμφανές από την πλούτο της συλλογής σε ελληνικές εκδόσεις από τις απαρχές της ελληνικής τυπογραφίας μέχρι τον 20ο αιώνα αλλά και από την συλλογή ελληνικών βιβλιογραφιών και σχετικών μελετών.    

Επιστροφη στην παρουσιαση

15ος αιώνας, η αρχή του ελληνικού βιβλίου

Η εφεύρεση της τυπογραφίας από τον Ιωάννη Γουτεμβέργιο (Johannes Gutenberg) το 1455,  η άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους το 1453 και η φυγή αρκετών Ελλήνων λογίων στη Δύση, ιδιαίτερα στην Ιταλία, αποτέλεσαν την βάση πάνω στην οποία γεννήθηκε και αναπτύχθηκε η ελληνική τυπογραφία.

Η ανάγκη των δυτικών για εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας έτσι ώστε να κατανοήσουν χειρόγραφα με ελληνικά κείμενα κλασσικών θα φέρουν στην Δύση αρκετούς Έλληνες λόγιους. Ο Εμμανουήλ Χρυσολωράς, ο Θεόδωρος Γαζής, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος, ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Βησσαρίων, ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις, ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, ο Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, ο Ανδρόνικος Κάλλιστος, ο Μάρκος Μουσούρος και ο Ιουστίνος Δεκάδυος, δίδαξαν σε φημισμένα ιταλικά πανεπιστήμια και Ακαδημίες της εποχής τους καθώς και στις αυλές ισχυρών Ιταλών ηγεμόνων. Μετέφρασαν στα Λατινικά Έλληνες κλασσικούς και έκαναν όλη την εκδοτική δουλειά για τα πρώτα βιβλία της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.

Η ελληνική γραφή είναι η πρώτη μετά από τη λατινική και τη γερμανική που χαράχθηκε σε κινητά τυπογραφικά στοιχεία. Οι πρώτες ελληνικές φράσεις εμφανίζονται αποσπασματικά σε λατινικά βιβλία και τα πρώτα ελληνικά στοιχεία που σχεδιάστηκαν από δυτικούς τεχνίτες, θυμίζουν τις λατινικές γραμματοσειρές. Αργότερα εμφανίζεται η «πρώιμη ελληνική γραφή» που σε αντίθεση με την προηγούμενη δεν βασίζεται σε υπάρχοντες λατινικούς τύπους, αλλά στη χειρόγραφη ελληνική παράδοση ενώ το 1494 ο τυπογράφος Άλδος Μανούτιος εισήγαγε στις εκδόσεις του την επισεσυρμένη γραφή (cursiva) που ήταν βασισμένη στη χειρόγραφη γραφή της εποχής του, με συμπλέγματα γραμμάτων, συντμήσεις κλπ.

Το πρώτο ελληνικό τυπογραφείο ιδρύθηκε στην Βενετία από τον  Λαόνικο τον Κρήτα ή Νικόλαο Καββαδάτο και τον επίσης κρητικό Αλέξανδρο (γιο του πρωτοπαπά Χάνδακος Γεωργίου του Αλεξάνδρου). Θα ακολουθήσει, επίσης στη Βενετία, το τυπογραφείο των κρητικών Ζαχαρία Καλλιέργη και Νικόλαου Βλαστού με την υποστήριξη της Άννας Νοταρά, το οποίο επιβίωσε μόνο δύο χρόνια (1499-1500). 

Στο σύνολο 40.000 περίπου αρχέτυπων (incunabula) εκδόσεων που κυκλοφόρησαν στη δύση τον 15ο αιώνα, μόνο οι 68 είναι ελληνικές από τις οποίες οι περισσότερες εκδόθηκαν από δυτικούς τυπογράφους. Σχεδόν όλα τα αρχέτυπα εξυπηρετούσαν εκπαιδευτικά προγράμματα σχολείων και πανεπιστημιακών κέντρων, καθώς και την ευρύτερη ουμανιστική πνευματική κίνηση, ενώ στην πλειοψηφία τους τυπώθηκαν στην Ιταλία. Έτσι τα πρώτα ελληνικά βιβλία που τυπώνονται είναι γραμματικές όπως τα Ερωτήματα του Μανουήλ Χρυσολωρά και η Επιτομή των οκτώ του λόγου μερών  του Κωνσταντίνου Λασκάρεως. Εξαιρέσεις ήταν οι τρεις εκδόσεις του Ψαλτηρίου και μία του Ωρολογίου.

Στην πρώτη τους μορφή τυπωμένα βιβλία έμοιαζαν πολύ με χειρόγραφα. Εκτός από τα τυπογραφικά στοιχεία που βασίζονται σε χειρόγραφες γραφές, τα αρχέτυπα δεν διαθέτουν σελίδα τίτλου αλλά κολοφώνα με πληροφορίες σχετικά με τους συντελεστές, τον χρόνο και τον τόπο της έκδοσης.

Επιστροφη στην παρουσιαση

Η ανάπτυξη της «Ελληνικής» τυπογραφίας

Τον 16ο αιώνα το βιβλίο εξελίσσεται μορφολογικά με εμφανή αλλαγή την αντικατάσταση του κολοφώνα από τη σελίδα τίτλου. Σταδιακά, η ελληνική παραγωγή βιβλίων αρχίζει να απευθύνεται στον ελληνικό κόσμο της Ανατολικής Μεσογείου. Εκτός από δημοσίευση κλασσικών κειμένων που προορίζονται για δυτικούς και λόγιους αναγνώστες, αναπτύσσεται σημαντική τυπογραφική δραστηριότητα προορισμένη να καλύψει ανάγκες των Ελλήνων. Το γεγονός αυτό γίνεται εμφανές από την έκδοση λειτουργικών βιβλίων, μεταφράσεων κλασσικών κειμένων στην ελληνική δημοτική γλώσσα καθώς και από την έκδοση ελληνικών λαϊκών αναγνωσμάτων που είναι συχνά μεταφράσεις ή παραφράσεις δυτικών προτύπων.

Ο Ζαχαρίας Καλλιέργης συνεχίζει την εκδοτική του δραστηριότητα από το 1515 στη Ρώμη, όπου ίδρυσε το πρώτο Ελληνικό τυπογραφείο και εξέδωσε τη πρώτη, σχολιασμένη, έκδοση των Ὠδῶν του Πινδάρου. Ανάμεσα στα λατινικά κείμενα για εντόπια κατανάλωση που αντιπροσωπεύουν την κύρια εκδοτική παραγωγή του τα επόμενα χρόνια, ο Καλλιέργης θα εκδώσει και δυο ελληνικά βιβλία, την Ὀκτώηχο (1520) και το Λεξικό του Ιταλού ελληνιστή Guarino Favorino (1523). Στη Ρώμη δραστηριοποιούνταν ήδη, στο κύκλο του αρχαιολάτρη πάπα Λέοντα Ι’, ο λόγιος Ιανός Λάσκαρις, ο οποίος έπεισε τον πάπα να ιδρύσει στη Ρώμη το 1513, Ελληνικό Κολλέγιο για τους Έλληνες μαθητές που ήθελαν να προχωρήσουν σε ανώτερες σπουδές. Ο Λάσκαρις έστησε το τυπογραφείο του Ελληνικού Κολλεγίου, εκδίδοντας ελληνικά βιβλία για την ενίσχυση των σπουδών των μαθητών, όπως τα Σχόλια εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα (1517), τα Ὁμηρικά ζητήματα (1518) και τα Σχόλια στις τραγωδίες του Σοφοκλή (1518).

Η παρουσία του Ανδρέα Κουνάδη στη Βενετία, και η συνεργασία του με τους Ιταλούς αδερφούς Σάβιο, θα σημάνει την ίδρυση ενός μακροβιότατου ελληνικού τυπογραφείου και θα καταστήσει τη Βενετία το κέντρο της ελληνικής εκδοτικής δραστηριότητας μέχρι τον 19ο αιώνα. Αφού μαθήτευσε στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου και γνώρισε τους αδερφούς Σάβιο, ο Κουνάδης πρότεινε στον Στέφανο Σάβιο να ανοίξουν τυπογραφείο συνεταιρικά όπου το 1521 εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο, το Ψαλτήριο. Μετά το θάνατο του Κουνάδη ύστερα από δυο χρόνια, ο εκδοτικός οίκος θα περάσει στα χέρια του πεθερού του Δαμιανού (Damiano di Santa Maria), που σε συνεργασία με τους Σάβιο θα συνεχίσει την παραγωγή του οίκου και την έκδοση βιβλίων. Οι αδερφοί Ιωάννης και Πέτρος Σάβιος εκδίδουν το Τυπικὸν καὶ τὰ ἀπόρρητα το 1545, πρώτη έκδοση Τυπικού της ανατολικής εκκλησιαστικής τάξης.  Η έκδοση φέρει το τυπογραφικό σήμα του Κουνάδη (ένα κουνάβι μέσα σε θυρεό).

Εκτός από τα θρησκευτικού περιεχομένου βιβλία εξέδωσαν λογοτεχνικά έργα της Κρητικής λογοτεχνίας που τότε γνώριζε μια άνθιση, όπως την Ιστορία του Ταγιαπιέρα, το Πένθος θανάτου, Ἀπολλώνιος και άλλα. Το τυπογραφικό σήμα του Κουνάδη καθώς και ο τίτλος του τυπογραφείου «Τύπος Κουνάδου» θα χρησιμοποιείται μέχρι και το 1600 από τους απογόνους του Δαμιανού που συνέχισαν την επιχείρηση μέχρι τότε.

Αξίζει να αναφερθεί ότι με την συνεργασία των Κουνάδη, Damiano di Santa Maria και Da Sabbio που είχε σαν καρπό την παραγωγή λειτουργικών βιβλίων και φυλλάδων με λαϊκά αναγνώσματα, αλλάζει το σκηνικό της Ελληνικής τυπογραφίας.

Επιστροφη στην παρουσιαση

Η διασπορά της Ελληνικής τυπογραφίας. Θρησκευτικές αντιπαραθέσεις

Η Βενετία  συνέχισε να παράγει τα περισσότερα ελληνικά βιβλία και το 17ο αιώνα. Το σημαντικότερο ελληνικό τυπογραφείο ανήκε στο Γιαννιώτη έμπορο Νικόλαο Γλυκύ, ο οποίος το αγόρασε από τον Ορσίνο Αλμπρίτσι (Orsino Albrizzi) . Το όνομά του πρωτοεμφανίζεται στο Ωρολόγιον του 1670, που δημοσίευσε σε συνεργασία με τον Αλμπρίτζι. Η πιο παραγωγική περίοδος του τυπογραφείου ήταν ανάμεσα στο 1774 και 1820. Αν και τα περισσότερα βιβλία που τύπωνε ήταν θρησκευτικού περιεχομένου λόγω της μεγάλης ζήτησης από την Ορθόδοξη Ανατολή, από το τυπογραφείο του εκδόθηκαν και επιστημονικά και φιλολογικά έργα.

Το ελληνικό βιβλίο λειτούργησε ως φορέας θρησκευτικών αντιπαραθέσεων και θρησκευτικής προπαγάνδας. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας κάποια από τα λειτουργικά θρησκευτικά βιβλία χρησιμοποιήθηκαν και σαν σχολικά εγχειρίδια.

Στην αρχή του 17ου αιώνα γίνονται απόπειρες να εισαχθεί η ελληνική τυπογραφία στο κέντρο του ορθόδοξου κόσμου στην Κωνσταντινούπολη,  αλλά για λόγους πολιτικούς που σχετίζονταν και με τις θρησκευτικές διαμάχες εποχής της Αντιμεταρρύθμισης, αποτυγχάνουν. Για να αντιμετωπίσει την Καθολική προπαγάνδα των Ιησουιτών και της Αντιμεταρρύθμισης ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις (1572-1638) ίδρυσε, σε συνεργασία με τον ιερομόναχο  λόγιο Νικόδημο Μεταξά (1585-1646), στην Κωνσταντινούπολη τυπογραφείο το οποίο λειτούργησε μόνο από το 1627 έως το 1628 οπότε διακόπηκε βίαια η λειτουργία του. Η ελληνική τυπογραφία άρχισε να ενεργοποιείται ξανά στην Κωνσταντινούπολη εκατό χρόνια αργότερα.

Ελληνικά τυπογραφεία ιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ιδιαίτερη τυπογραφική δραστηριότητα ανέπτυξαν οι ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας. Το Ιάσιο και το Βουκουρέστι έγιναν κέντρα παραγωγής θρησκευτικών βιβλίων εναντίων του καθολικισμού και του προτεσταντισμού αφού η Βενετία απαγόρευε την έκδοση των συγγραμμάτων αυτού του είδους.

Το 18ο και 19ο αίωνα ιδρύονται ελληνικά τυπογραφεία στη Σμύρνη, στη Μοσχόπολη, στο Άγιο Όρος, στις Κυδωνιές και στη Χίο.

Επιστροφη στην παρουσιαση

Ελληνικός Διαφωτισμός και τυπογραφία

Η αρχή του φαινομένου που ονομάστηκε Νεοελληνικός Διαφωτισμός τοποθετείται στα μέσα του 18ου αιώνα. Έλληνες έμποροι και λόγιοι ήλθαν σε επαφή με το ευρωπαϊκό πνεύμα του Διαφωτισμού. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, μεταφράστηκαν στα ελληνικά φιλοσοφικά και επιστημονικά συγγράμματα. Σαν ιδεολογικό ρεύμα ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός απευθυνόταν σε υπόδουλους και συνεπώς το κύριο αίτημά του υπήρξε η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και η δημιουργία των προϋποθέσεων για ελεύθερη εθνική ζωή. Χαρακτηρίστηκε κυρίως από την προσπάθεια αναβάθμισης της παιδείας του Ελληνισμού.

Από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ήταν οι  Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1736), ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806), ο Ιώσηπος Μοισιόδαξ (1725-1800), ο Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) και ο Ρήγας Φεραίος (1757-1798).

Σημαντική, μεταξύ άλλων, υπήρξε και η ίδρυση της Σχολής Μηλεών Πηλίου το 1814 από τρεις μηλιώτες λογίους κληρικούς και υπέρμαχους του Διαφωτισμού: τον Άνθιμο Γαζή, τον Γρηγόριο Κωνσταντά και τον Δανιήλ Φιλιππίδη.

Φορέας και μέσο αυτής της πνευματικής κίνησης του Ελληνικού Διαφωτισμού ήταν η τυπογραφική δραστηριότητα των Ελλήνων της Διασποράς στις περιοχές όπου υπήρχε οικονομική ανάπτυξη. 

Το τελευταίο σημαντικό κέντρο παραγωγής ελληνικών βιβλίων πριν από την Ελληνική Επανάσταση ήταν η Βιέννη όπου υπήρχαν ενεργά ελληνικά τυπογραφεία από τα μέσα του 18ου αιώνα έως τα τέλη του 19ου αιώνα. Η ελληνική παροικία της Βιέννης προμήθευσε χρήματα και βιβλία για την προώθηση του κινήματος του Ελληνικού Διαφωτισμού. Ωστόσο ο σημαντικότερος εκπρόσωπός του, ο Αδαμάντιος Κοραής, έζησε και δημοσίευσε τα έργα του στο Παρίσι.

Επιστροφη στην παρουσιαση

Τυπογραφία και Ελληνική Επανάσταση

Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του προεπαναστατικού Τύπου καθώς συνέβαλε στην ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης και του επαναστατικού πνεύματος  που αποτέλεσαν προϋποθέσεις για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Υπόβαθρο για την εμφάνιση των πρώτων ελληνικών εφημερίδων ήταν τα πολυάριθμα τυπογραφεία τα οποία βρίσκονταν κάτω από την ιδιοκτησία ή την διαχείριση των Ελλήνων της διασποράς. 

Επίκεντρο αυτής της τυπογραφικής δραστηριότητας ήταν η Βιέννη όπου το 1784 τυπώθηκε  η πρώτη ελληνική εφημερίδα από τον Ζακυνθινό Γεώργιο Βεντότη, από την οποία όμως δεν σώζεται κανένα φύλλο. Το 1790 εκδόθηκε η Εφημερίς των Μαρκίδων Πούλιου, οι οποίοι είχαν ιδρύσει τυπογραφείο και υπήρξαν συνεργάτες του Ρήγα Φεραίου. Το 1811 εκδίδεται η εφημερίδα Ειδήσεις δια τα Ανατολικά Μέρη με εκδότη τον J. F. Hall και συντάκτη αρχικά τον Κοζανίτη Ευφρόνιο Πόποβιτς και στη συνέχεια το Δημήτριο Αλεξανδρίδη. Το 1812 στην ίδια πάντα πόλη εκδίδεται ξανά από τους J. F. Hall και Δημήτριο Αλεξανδρίδη μία νέα εφημερίδα ο Ελληνικός Τηλέγραφος και το 1811 το σημαντικότατο φιλολογικό περιοδικό Ερμής ο Λόγιος, ενώ το 1817 ο Αλεξανδρίδης προχωρά σε μία ανεξάρτητη έκδοση, τον Φιλολογικό Τηλέγραφο. Τέλος, το 1819 εκδίδεται από τον Αθανάσιο Σταγειρίτη το περιοδικό Καλλιόπη. Την ίδια περίοδο, εκδίδονται  η Αθηνά και η Μέλισσα στο Παρίσι και το Ίρις και το Μουσείον στο Λονδίνο.

Ο τύπος της δεκαετίας του 1811-1821, φιλολογικός στο σύνολο του, αποτέλεσε έκφραση των πνευματικών ενδιαφερόντων της ελληνικής διανόησης και των ευρύτερων πολιτιστικών και κοινωνικών της επιδιώξεων στην εποχή της προετοιμασίας της Ελληνικής επανάστασης.

Το 1821 δεν υπήρχε κανένα τυπογραφείο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Τα τυπογραφεία των Κυδωνιών και της Χίου καταστράφηκαν από τους Τούρκους, το 1821 και 1822 αντίστοιχα, ενώ o Άγγλος Αρμοστής απαγόρευσε στα τυπογραφεία των Ιονίων Νήσων να παρέχουν βοήθεια στην επαναστατημένη Ελλάδα. Ο Δημήτριος Υψηλάντης έφερε από την Τεργέστη στην Ύδρα ένα πιεστήριο, το οποίο λειτούργησε μετά από διαδοχικές  μετακινήσεις στην Καλαμάτα το 1821 από τους τυπογράφους Κωνσταντίνο Τόμπρα, ο οποίος λειτουργούσε το τυπογραφείο στις Κυδωνιές της Μ. Ασίας, και Αναστάσιο Νικολαΐδη. Το τυπογραφείο ονομάστηκε Εθνική Τυπογραφία και σε αυτό τυπώθηκαν επαναστατικές προκηρύξεις καθώς και η Σάλπιγξ Ελληνική, η πρώτη εφημερίδα στην Ελλάδα. Ακολουθώντας τη Διοίκηση το τυπογραφείο μεταφέρθηκε το 1822 στην Κόρινθο όπου στάλθηκε και άλλο ένα πιεστήριο από το Λιβόρνο. Την ίδια χρονιά στην Κόρινθο τυπώνονται οι δύο σημαντικές εκδόσεις του Προσωρινού Πολιτεύματος της Ελλάδος. Επίσης, το 1821 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος έφερε από την Γαλλία στο Μεσολόγγι ένα τρίτο πιεστήριο που λειτούργησε από τον Παύλο Πατρίκιο το 1823. Από αυτό το πιεστήριο άρχισαν να εκδίδονται το 1824 από τον Ελβετό φιλέλληνα Jacob Meyer τα Ελληνικά Χρονικά. Με υλικό που στέλνει ο Didot το 1822, ιδρύεται τυπογραφείο στην Ύδρα το 1824 το οποίο εκδίδει την εφημερίδα ‘’Ο Φίλος του Νόμου’’. Το 1823 ο συνταγματάρχης Leicester Stanhope, αντιπρόσωπος του Φιλελληνικού Κομιτάτου του Λονδίνου, έρχεται στο Μεσολόγγι με εντολή να συναντήσει τον Λόρδο Βύρωνα και να φέρει μαζί του τέσσερα πιεστήρια, δύο τυπογραφεία και δυο λιθογραφεία, για να διατεθούν όπου υπήρχε ανάγκη. Σε ένα από τα πιεστήρια του Stanhope τύπωσε ο Δημήτριος Μενεσθενεύς τον Ύμνον εις την Ελευθερία του Σολωμού το 1825 στο Μεσολόγγι. Ο Meyer και ο Μενεσθενεύς συνέχισαν την δραστηριότητα τους μέχρι το θάνατο τους στην έξοδο του Μεσολογγίου το 1826.  Από τα δύο λιθογραφεία του Stanhope το ένα κατέληξε το Ναύπλιο και  αποτέλεσε μαζί με το πιεστήριο του Μαυροκορδάτου που μεταφέρθηκε εκεί τον πυρήνα της Τυπογραφίας της Διοικήσεως. Στο δεύτερο τυπογραφείο του Stanhope που μεταφέρθηκε στην Αθήνα, άρχισε να τυπώνεται η Εφημερίς των Αθηνών από το 1824 και επίσης εκδόθηκε το πρώτο αθηναϊκό βιβλίο, τα Λυρικά και Βακχικά του Αθανασίου Χριστόπουλου το 1825. Το τυπογραφείο αυτό καταστράφηκε κατά την άλωση της πόλης από τους Τούρκους το 1827

Από το 1828 αρχίζουν να δημιουργούνται ιδιωτικά τυπογραφεία σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και η ελληνική τυπογραφία εδραιώνεται στο νεοσυσταθέν ελληνικό κράτος.

Επιστροφη στην παρουσιαση

Ελληνική εκπαίδευση και τυπογραφία τον 19ο αιώνα

Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, η εκπαίδευση των Ελλήνων πραγματοποιούνταν σε τοπικά σχολεία αλλά και σε μεγάλες σχολές  οι οποίες ως επί το πλείστο συστήνονταν με οικονομική συνδρομή Ελλήνων της διασποράς   καθώς και με την υποστήριξη και καθοδήγηση της Εκκλησίας. Τα ελληνικά εκπαιδευτήρια που λειτουργούσαν κατά την Οθωμανική περίοδο δεν αποτελούσαν ένα ενιαίο οργανωμένο εκπαιδευτικό σύστημα, κάλυπταν όμως ένα εκτεταμένο γεωγραφικό πεδίο. Σημαντική ήταν η συμβολή του κινήματος του Ελληνικού Διαφωτισμού στην εκπαίδευση κατά τον 18ο αιώνα, περίοδο κατά την οποία εκδόθηκαν μεταφράσεις φιλοσοφικών και επιστημονικών συγγραμμάτων. Την ίδια εποχή αρχίζουν να τυπώνονται και τα πρώτα αλφαβητάρια.

Μετά την Ελληνική Επανάσταση με την ίδρυση του Ελληνικής Πολιτείας αρχίζει να οργανώνεται το ελληνικό σύστημα παιδείας.Το 1829 ο Ιωάννης Καποδίστριας ιδρύει το Ορφανοτροφείο της Αίγινας για τα ορφανά του πολέμου. Στο Ορφανοτροφείο εντάχθηκε και το Πρότυπο σχολείο, όπου εκπαιδεύονταν δάσκαλοι για τα αλληλοδιδακτικά σχολεία.  Επιπλέον, ιδρύθηκε το Κεντρικό σχολείο «δια τους έχοντας έφεσιν να αναδεχθώσιν το διδασκαλικόν επάγγελμα» και για όσους νέους θα ήθελαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές.

Σχολεία λειτούργησαν στη Σύρο, το Ναύπλιο, την Αθήνα και την Ύδρα. Επίσης λειτούργησαν το Κεντρικό Πολεμικό Σχολείο Ναυπλίου, η Εκκλησιαστική Σχολή Πόρου, η Αγροτική Σχολή Τίρυνθας και η Εμπορική Σχολή Σύρου.

Ο Καποδίστριας σε συνεργασία με την Επιτροπή για θέματα παιδείας φρόντισαν κατά το δυνατόν για τον υλικοτεχνικό εξοπλισμό των σχολών και την έκδοση διαταγμάτων για τη σωστή οργάνωση και λειτουργία τους.

Την περίοδο του Όθωνα ιδρύθηκαν δημοτικά σχολεία σε όλους τους δήμους με υποχρεωτική φοίτηση για παιδιά άνω των έξι ετών. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα οργανώθηκε πάνω στα πρότυπα του αντίστοιχου βαυαρικού, με έναν κύκλο βασικής υποχρεωτικής εκπαίδευσης και δυο διαφορετικούς κύκλους μέσης εκπαίδευσης. 

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Καποδίστρια, η Τυπογραφία της Διοικήσεως, μετονομάστηκε σε Εθνική Τυπογραφία ενώ άλλαξε σε Βασιλική Τυπογραφία με την έλευση του Όθωνα. Διατάγματα, προκηρύξεις, ανακοινώσεις, σχέδια νόμου αλλά κυρίως σχολικά εγχειρίδια και βιβλία που έπρεπε να τυπώνονται για τις ανάγκες της Παιδείας, ήταν τα πρώτα προϊόντα αυτών των τυπογραφείων. Σημαντικά τυπογραφικά κέντρα ήταν Αθήνα, το Ναύπλιο, η Αίγινα, η Σύρος και η Ύδρα. Η τυπογραφία θα καλύψει τις ανάγκες των ελλήνων μαθητών για διδακτικά βιβλία και σχολικά εγχειρίδια. Τα εγχειρίδια τυπώνονται από το Βασιλικό Τυπογραφείο, αλλά από το 1838, βάσει διατάγματος, επιτρέπεται η εκτύπωση και διανομή βιβλίων από τυπογράφους-εκδότες. Στην Αθήνα η εκτύπωση και διανομή σχολικών βιβλίων ανατίθενται κατ’ αποκλειστικότητα στα τυπογραφεία Ανδρέα Κορομηλά και Κ. Γκαρμπολά.

Επιστροφη στην παρουσιαση

Νέα Ελληνική λογοτεχνία και τυπογραφία

Οι απαρχές της νεοελληνικής λογοτεχνίας βρίσκονται στα πρώτα βυζαντινά κείμενα σε δημώδη γλώσσα, όπως ο Διγενής Ακρίτας και τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα, που επιβίωσαν χάρη στη χειρόγραφη παράδοση και έπαιξαν  σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της λογοτεχνικής παραγωγής μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453.

Κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο και έως την Ελληνική Επανάσταση του 1821 αναπτύχθηκαν σημαντικά κέντρα λογοτεχνικής παραγωγής στην Κρήτη, όπου άνθισε η Κρητική Αναγέννηση, στα Επτάνησα και στην Κύπρο που ήταν περιοχές υπό δυτική διοίκηση. Παράλληλα σημαντικός ήταν ο ρόλος των Φαναριωτών και των ανερχόμενων εμπόρων κατά τον Νεοελληνικό  Διαφωτισμό και γενικότερα την πνευματική αναγέννηση στις τουρκοκρατούμενες περιοχές.

Η έκδοση λογοτεχνικών έργων σε δημώδη ελληνική γλώσσα ανταποκρινόταν αρχικά στις ψυχαγωγικές ανάγκες των Ελλήνων της διασποράς. Από τον 16ο αιώνα η τυπογραφική δραστηριότητα έγινε ο φορέας διάδοσης έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας και συνεισέφερε στην δημιουργία ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.

Η ελληνική εκδοτική δραστηριότητα άκμασε εκεί όπου υπήρχε ελληνικός πληθυσμός και ακολούθησε τα βήματα του Ελληνισμού. Από τον 16ο αιώνα στην Βενετία αρχίζουν να τυπώνονται φυλλάδες με λαϊκά αναγνώσματα. Το πρώτο έργο που εκδόθηκε ήταν ο Ἀπόκοπος, το 1509 και την ίδια περίοδο τυπώθηκαν η Ριμάδα του Ἀλεξάνδρου, η Ῥιμάδα τοῦ Βελισαρίου, ο Ἰμπέριος, και ο Ἀπολλώνιος.

Στο ίδιο μέρος το 1637 ο εκδοτικός οίκος των Giuliani εξέδωσε για πρώτη φορά την Ἐρωφίλη του Γεώργιου Χορτάτζη και το 1713 Αντώνιος Βόρτολι τυπώνει για πρώτη φορά τον Ἐρωτόκριτο του Βιτσέντζου Κορνάρου. Ως τα τέλη του 18ου αιώνα ξεχωρίζει η παραγωγή έμμετρων θρησκευτικών δραμάτων, αλλά και μεταφορές στα ελληνικά ξένων μυθιστορικών έργων.

Με τη δημιουργία ανεξάρτητου ελληνικού κράτους το 1830, η λογοτεχνία στην Ελλάδα γνωρίζει μεγάλη άνθηση. Οι Έλληνες λογοτέχνες παρακολουθούν τα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης αξιοποιώντας παράλληλα τα στοιχεία της ελληνικής λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης προς την κατεύθυνση της καλλιέργιας της εθνικής συνείδησης και παιδείας. Σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα μεταφράζονται και εκδίδονται στην Ελλάδα αριστουργήματα ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Στα τέλη του ίδιου αιώνα τα βυζαντινά λογοτεχνικά έργα σε δημώδη γλώσσα εκδίδονται από Έλληνες και Ευρωπαίους μελετητές όπως ο Κωνσταντίνος Σάθας, ο Σπυρίδων Λάμπρος, ο Wilhem Wagner και ο Émile Legrand επισφραγίζοντας τη σημαντική τους θέση στην γένεση της νεοελληνικής λογοτεχνίας.

Τον 19ο αιώνα μετά την δημιουργία του ελληνικού κράτους οι εκδόσεις λογοτεχνικών κειμένων πραγματοποιούνται από την Εθνική Τυπογραφία και από ιδιωτικούς εκδοτικούς οίκους όπως του Κορομηλά ή της Εστίας που εξέδωσε έργα σημαντικών Ελλήνων λογοτεχνών, όπως, ο Ανδρέας Κάλβος, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, ο Δημήτριος Βικέλας, ο Γεώργιος Βιζυηνός, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, και άλλοι.

Επιστροφη στην παρουσιαση